- προκάταργμα
- -άργματος, τὸ, Αη σπονδή που γινόταν πριν από τη θυσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κάταργμα «πρώτη προσφορά, προσφορά κατά την έναρξη τής τελετής» (< κατάρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατάργματα — προκάταργμα libation before the sacrifice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)